συχνός

συχνός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που γίνεται πολλές φορές χωρίς να μεσολαβούν μεγάλα διαστήματα: Η συχνή εμφάνιση αυτών των φαινομένων τον ανησύχησε. – Οι συχνοί πόλεμοι τους εξάντλησαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συχνός — long masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχνός — ή, ό / συχνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. συχνιός, ά, ό, Ν 1. αυτός που γίνεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, αυτός που επαναλαμβάνεται πολλές φορές, αλλεπάλληλος (α. «μάς κάνει συχνές επισκέψεις τον τελευταίο καιρό» β. «μάλα γε συχνὸν εἶδος»,… …   Dictionary of Greek

  • συχνά — συχνός long neut nom/voc/acc pl συχνά̱ , συχνός long fem nom/voc/acc dual συχνά̱ , συχνός long fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχνότερον — συχνός long adverbial comp συχνός long masc acc comp sg συχνός long neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχνοτέραις — συχνός long fem dat comp pl συχνοτέρᾱͅς , συχνός long fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχνοτέρων — συχνός long fem gen comp pl συχνός long masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχνοτέρως — συχνός long adverbial comp συχνός long masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχνόν — συχνός long masc acc sg συχνός long neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχναῖς — συχνός long fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συχναί — συχνός long fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”